κεραιούχο

κεραιούχο
κεραιοῡχος, -ον (Α)
(κατά τόν Ησύχ.)
1. κερούχος, ο κερούχος κάλος, το σχοινί τής κεραίας
2. αυτός που αποδίδει το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία + -οῡχος (< ἔχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”